- σκευουργία
- σκευουργίᾱ , σκευουργίαmaking of toolsfem nom/voc/acc dualσκευουργίᾱ , σκευουργίαmaking of toolsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευουργία — ἡ, Α 1. κατασκευή σκευών, εργαλείων ή πολεμικών εξαρτημάτων 2. κατασκευή προσωπείων και σκηνικών αντικειμένων, η σκευοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν ουργία] … Dictionary of Greek
σκευουργίας — σκευουργίᾱς , σκευουργία making of tools fem acc pl σκευουργίᾱς , σκευουργία making of tools fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευουργικός — ή, όν, Α [σκευουργία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκευουργία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκευουργική (ενν. τέχνη) η σκευουργία* … Dictionary of Greek